- ζωηρός
- vif
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ζωηρός — living masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρός — ή, ό επίρρ. ά 1. γεμάτος ζωή, δραστήριος: Ζωηρός άνθρωπος. 2. έντονος: Ζωηρό χρώμα. – Ζωηρή συζήτηση. 3. άτακτος: Ο μαθητής αυτός είναι πολύ ζωηρός μέσα στην τάξη. 4. ερωτιάρης: Η κόρη του γείτονα είναι λίγο ζωηρή. – Ζωηρός γέρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωηρός — ή, ό (AM ζωηρός, ά, όν) 1. αυτός που έχει σφρίγος, ζωτικότητα, ζωντανός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για πρόσ.) αυτός που δεν δέχεται περιορισμούς, απειθάρχητος, άτακτος 3. αυτός που ρέπει σε ερωτικές περιπέτειες, ερωτιάρης, ερωτύλος 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
Ζωηρός, Αλέξανδρος — (Βηρυτός 1842 – Κωνσταντινούπολη 1917). Γιατρός και λόγιος. Παρακολούθησε για δύο χρόνια μαθήματα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σπούδασε ιατρική στην Πίζα και στο Παρίσι. Υπήρξε ιδιαίτερος γιατρός των ανακτόρων στην… … Dictionary of Greek
ζωηρά — ζωηρός living neut nom/voc/acc pl ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc/acc dual ζωηρά̱ , ζωηρός living fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρότερον — ζωηρός living adverbial comp ζωηρός living masc acc comp sg ζωηρός living neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρόν — ζωηρός living masc acc sg ζωηρός living neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηροῦ — ζωηρός living masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωηρεύω — 1. γίνομαι ζωηρός ή ζωηρότερος από ό,τι ήμουν πριν, εμφανίζω ζωηρότητα μεγαλύτερη από πριν, αναζωογονούμαι («το φυτό ζωήρεψε τελευταία») 2. (για ανθρώπους) γίνομαι ευκίνητος, ακμαίος, τονώνομαι, αποκτώ ευεξία 3. (για πνευματική ή ψυχική διάθεση)… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
αράθυμος — η, ο 1. οκνηρός, νωθρός, αμελής 2. ζωηρός 3. αψύς 4. κακότροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αράθυμος με τη σημασία «νωθρός, οκνηρός» < α (προθετ.)* + ράθυμος. Ο τ. ανήκει στις νεοελλ. λέξεις στις οποίες παρατηρείται πρόσθεση φωνήεντος στην αρχή λέξης, που… … Dictionary of Greek